κατάπερ

κατάπερ
καθά
according as
ionic (indeclform adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάπερ — (Α) ιων. τ. βλ. καθάπερ …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • гребу — грести, укр. гребу, гребсти, ст. слав. гребѫ, грети, болг. греба гребу , сербохорв. грѐбе̑м, грѐпсти, словен. grebem, grebsti рыть, копать , чеш. hřebu, hřesti хоронить , слвц. hrebiem, hriebst , др. польск. grzebę, grzesc грести, копать .… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • DELPHI — I. DELPHI urbs Hollandiae nitida, tertium tenens locum, a rivo Delf., quo interluitur, dicta, cerevisiâ et aedificiis inclita, in qua Guilielmi Araus. Principis, ibi A. C. 1583. interfecti, ut et Architalassis Trompii, celeberrimum monumentum.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθά — (AM καθά) επίρρ. (αντί καθ ἅ, σε παλαιότ. συγγραφ. καθάπερ και ιων. τ. κατάπερ) 1. ακριβώς όπως, καθώς, σύμφωνα με («καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος», ΚΔ) 2. ούτως ειπείν, τρόπον τινά («ὁ καθὰ παρατεταγμένος σφυγμός» ο τρόπον τινά παρατεταγμένος, δηλ.… …   Dictionary of Greek

  • καθάπερ — (AM καθάπερ, Α και καθαπερεί και καθαπερανεί, ιων. τ. κατάπερ) (αντί καθ ἅπερ) 1. καθώς, όπως ακριβώς («καθάπερ αὐτὸς ἐπριάμην», Δημοσθ.) 2. ωσάν, σαν («μάχαιραν καθάπερ» σαν μαχαίρι, Πορφύρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”